- εκφυτευω
- ἐκφυτεύωἐκ-φῠτεύωбот. прививать
(πήγανον εἰς συκῆν Arst.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(πήγανον εἰς συκῆν Arst.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
εκφυτεύω — ἐκφυτεύω (Α) 1. (για δέντρο) μεταφυτεύω 2. φυτεύω τόπο, γεμίζω έναν τόπο με φυτά … Dictionary of Greek
ξεφυτεύω — βγάζω φυτό από τη ρίζα του, ξεριζώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἐκφυτεύω (αόρ. ἐξ εφύτευσα), βλ. λ. ξ(ε) ] … Dictionary of Greek
προσεκφυτεύω — Α [ἐκφυτεύω] φυτεύω επιπροσθέτως … Dictionary of Greek